σχοινοτένεια

σχοινοτένεια
ἡ, Α [σχοινοτενής]
(ποιητ. τ.) ως επίθ. εκτεταμένη, μακρόσυρτη («σχοινοτένεια ἀοιδὰ διθυράμβων», Πίνδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχοινοτένεια — moving straight forward fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινοτένειαν — σχοινοτένεια moving straight forward fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροτενής — ές (AM μακροτενής, ές) 1. αυτός που εκτείνεται πολύ μακριά, ο πολύ εκτεταμένος σε μήκος, διεξοδικός, σχοινοτενής 2. το ουδ. ως ουσ. το μακροτενές η σχοινοτένεια, η μακρότητα νεοελλ. ο πολύ εκτεταμένος σε χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”